προβασι

προβασι
    πρόβασι
    dat. pl. к πρόβατον См. προβατον

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προβασι" в других словарях:

  • πρόβασι — πρόβασις property in cattle fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβάσις — προβάσῑς , πρόβασις property in cattle fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

  • προβᾶσ' — προβᾶσα , προβαίνω step forward aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) προβᾶσι , προβαίνω step forward aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) προβᾶσαι , προβαίνω step forward aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»